- πωματίζω
- μετ.1) закрывать пробкой, затычкой, затыкать, закупоривать; 2) мед. тампонировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πωματίζω — ΝΑ κλείνω, καλύπτω δοχείο με πώμα, ταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶμα, ατος «καπάκι, σκέπασμα»] … Dictionary of Greek
πωματίζω — πωμάτισα, πωματίστηκα, πωματισμένος, κλείνω με πώμα, βουλώνω, ταπώνω, καπακώνω: Τα μπουκάλια πωματίζονται αυτόματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πωματίζει — πωματίζω pres ind mp 2nd sg πωματίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμάτιζον — πωματίζω imperf ind act 3rd pl πωματίζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπωματισμένοι — πωματίζω perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωματιζομένου — πωματίζω pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωματιζέτωσαν — πωματίζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωματισθέντος — πωματίζω aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωματίζειν — πωματίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπωματίσουσι — ἐκ πωματίζω aor subj act 3rd pl (epic) ἐκ πωματίζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκ πωματίζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωμάτισμα — ίσματος, το, Ν [πωματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πωματίζω, τάπωμα 2. ιατρ. έμφραξη, κλείσιμο φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας με βαμβάκι ή γάζα … Dictionary of Greek